θεοκήρυκτος

θεοκήρυκτος
θεοκήρυκτος, -ον (Μ)
αυτός που κηρύχθηκε από τον θεό.
επίρρ...
θεοκηρύκτως
με θείο κήρυγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -κήρυκτος (< κηρύσσω), πρβλ. α-κήρυκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”